παροίνησις

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek (Liddell-Scott)

παροίνησις: ἡ, = παροινία, Ν. Χων. σ. 566, 10, ἔκδ. Β΄ .

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Μ παροινώ
παροινία.