παροργίζομαι

Greek (Liddell-Scott)

παροργίζομαι: Παθ., ὀργίζομαι, πληροῦμαι ὀργῆς κατά τινος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 6, Στράβ. 293· πρός τινα Δημ. 805. 19. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. παροργίζω: μέλλ. -ιῶ, κινῶ εἰς ὀργήν, ἐξερεθίζω, Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. ΙϚ΄, 33), Ἐπιστο. πρ. Ρωμ. κ΄, 19, πρ. Ἐφεσ. ς΄, 4. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 392.