παρτιτούρα

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446

Greek Monolingual

η
η καταγραφή, σε χειρόγραφη ή τυπωμένη μορφή, ενός μουσικού έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. partitura < partito μτχ. του ρ. partire «μοιράζω, φεύγω» < λατ. partio «μοιράζω»].