παστεριώνω
Greek Monolingual
και παστεριώ, -όω και παστερίζω
αποστειρώνω με τη μέθοδο του Παστέρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το όνομα του Γάλλου Pasteur + κατάλ. -ιώνω / -ίζω (πρβλ. γαλλ. pasteuriser). Η μτχ. του παστερίζω, παστερισμένος, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].