πατόκορφα

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source

Greek Monolingual

επίρρ. από την κορυφή ώς τα πόδια, από την κορυφή ώς τον πάτο, ώς τα νύχια, σύγκορμα, σύσσωμα, σε όλο το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάτος + κορφή / κορυφή.