κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
και πεῖρας, -ατος, τὸ, Α(επικ., ιων. και λυρ. τ.) βλ. πέρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πέρας.