πείραρ

From LSJ

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source

Greek Monolingual

και πεῖρας, -ατος, τὸ, Α
(επικ., ιων. και λυρ. τ.) βλ. πέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πέρας.