πειραχτικός
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
Greek Monolingual
και πειρακτικός, -ή, -ό πειράζω
αυτός που αρέσκεται να πειράζει, να ενοχλεί τους άλλους, ειρωνικός, χλευαστικός, σκωπτικός, πειραχτήριο.
επίρρ...
πειραχτικά και πειρακτικά
με τρόπο πειραχτικό, ειρωνικά, χλευαστικά.