πεντάμονος

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
ο εντελώς μόνος, ολομόναχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. πεντα- + μόνος.