πεντακόρυφος
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
Greek (Liddell-Scott)
πεντακόρυφος: -ον, ὁ ἔχων πέντε κορυφάς, τοῦ πεντακορύφου σώματος τῆς ἐκκλησίας Θ. Στουδ. 385Α, 461D, περὶ τῶν πέντε ἀρχιεπισκόπων, Ρώμης, Κων/πόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων.
Greek Monolingual
και πεντάκορφος, -η, -ο / πεντακόρυφος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει πέντε κορυφές
μσν.
φρ. «τοῦ πεντακορύφου σώματος της ἐκκλησίας»
μτφ. οι πέντε αρχιεπίσκοποι, δηλ. οι πατριάρχες Ρώμης, Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + κορυφή / κορφή].