περίαυλος

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source

Greek Monolingual

ὁ, Α
περίαυλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του περίαυλον κατά τα αρσ. σε -ος].