περίδου
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek (Liddell-Scott)
περίδου: β΄ μέσ. ἀόρ. προστ. τοῦ περιδίδωμι· - ἀλλὰ περιδοῦ, προστ. ἐνεστ. τοῦ περιδέω.
Greek Monotonic
περίδου: προστ. Μέσ. αορ. βʹ του περιδίδομαι.
Russian (Dvoretsky)
περίδου: imper. aor. 2 к περιδίδομαι.