περίπετρος

English (LSJ)

περίπετρον, surrounded by rocks, Id.

Greek (Liddell-Scott)

περίπετρος: -ον, «περίπετρον· πανταχόθεν ἐξέχον (περίπτερον;)» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που περιβάλλεται από πέτρες, από βράχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πετρος (< πέτρα), πρβλ. υπόπετρος].