περιαυτολογώ
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
περιαυτολογῶ, -έω, ΝΜΑ
μιλώ επαινετικά για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, καυχιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + αὐττός + λογώ].