περιερρύην

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

Greek Monotonic

περιερρύην: Παθ. αόρ. βʹ (με Ενεργ. σημασία) του περιρρέω.