περικήπιον

From LSJ

ὄλβιος ὅστις ἱστορίης ἔσχεν μάθησιν → happy the man who has gained knowledge through inquiry (Εuripides, fr. 910)

Source

Greek Monolingual

τὸ, Α περίκηπος
το ακραίο τμήμα κήπου όπου φύτευαν σέλινα και πήγανα, περίκηπος.