περινίζομαι

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Russian (Dvoretsky)

περινίζομαι: совершать омовение (περινιψάμενος τὸ σῶμα Diod.).