περιπρώκτιο

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

το, Ν
ανατ. η γύρω από τον πρωκτό χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. periprocte (< περι- + πρωκτός + -ιον)].