περιτιμήεις
English (LSJ)
περιτιμήεσσα, περιτιμήεν, much-honoured, h.Ap.65.
German (Pape)
[Seite 596] εσσα, εν, sehr geehrt, geschätzt, Hom. h. Ap. 65.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
tout à fait honoré.
Étymologie: περί, τιμάω.
Russian (Dvoretsky)
περιτῑμήεις: ήεσσα, ῆεν окруженный глубоким почитанием (Δῆλος HH).
Greek (Liddell-Scott)
περιτῑμήεις: εσσα, εν, λίαν τετιμημένος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 65.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
ο πολύ τιμημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τιμήεις (< τιμή + κατάλ. -ήεις)].
Greek Monotonic
περιτῑμήεις: -εσσα, -εν, πολυτιμημένος, σε Ομηρ. Ύμν.