περιφθείρομαι
English (LSJ)
Pass.,
A to be utterly destroyed, Ph.2.627.
II wander about in destitution, Isoc.Ep.9.10, Lycurg.40.
III = τὰς φθεῖρας συλλέγω, Com. ap. Hsch.
German (Pape)
[Seite 599] ringsherum verderbt werden; zu seinem oder Anderer Verderben umherziehen, Isocr. ep. 9, 10. Vgl. Hesych.
French (Bailly abrégé)
se consumer, dépérir.
Étymologie: περί, φθείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-φθείρομαι rondscharrelen:. ἐπὶ τοῦ λοφιδίου ἐκεῖ περιφθειρόμενον daar op die heuvel rondscharrelend Men. Dysc. 101.
Russian (Dvoretsky)
περιφθείρομαι: странствовать в нищете, бедствуя скитаться (ἐν ῥάκεσι Isocr.).
Greek (Liddell-Scott)
περιφθείρομαι: Παθητ., ἐντελῶς καταστρέφομαι, Φίλων παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 356Β. ΙΙ. περιπλανῶμαι ἐγκαταλελειμμένος, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 9. 10, Λυκοῦργ. 153. 5. ΙΙΙ. Καθ’ Ἡσύχ.: «περιφθείρεται˙ τὰς φθεῖρας συλλέγει. ἢ μειοῦται, ἐλαττοῦται».
Greek Monolingual
ΜΑ
περιφέρομαι με κίνδυνο να καταστραφώ ή να καταστρέψω άλλους
αρχ.
1. καταστρέφομαι από παντού, φθείρομαι τελείως
2. μαζεύω τις ψείρες, ψειρίζομαι
3. (κατά τον Ησύχ.) «μειοῦμαι, ἐλαττοῦμαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + φθείρομαι «καταστρέφομαι»].