πετράτη

From LSJ

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source

Greek (Liddell-Scott)

πετράτη: (= τετάρτη), Ἐπιγρ. Ὀρχομενοῦ Βοιωτ. Bul. de cor. hel. IV, σ. 5.