Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πετροχημεία
Greek Monolingual
η, Ν κλάδος της βιομηχανικής χημείας που περιλαμβάνει το σύνολο τών μεθόδων παραγωγής χημικών προϊόντων από το πετρέλαιο ως πρώτη ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. petrochimie<πέτρα+χημεία.