πετρέλαιο
Greek Monolingual
το, Ν
1. σύνθετο μίγμα υδρογονανθράκων που απαντά στο υπέδαφος σε υγρά, αέρια ή στερεά μορφή και αποτελεί το σημαντικότερο από τα πρωτογενή ορυκτά καύσιμα και σημαντική πρώτη ύλη για τη βιομηχανία πετροχημικών προϊόντων
2. φρ. α) «αργό πετρέλαιο» — το πετρέλαιο όπως αντλείται από το κοίτασμά του, χωρίς να έχει υποστεί καμία κατεργασία
β) «ακάθαρτο πετρέλαιο» — το πετρέλαιο μετά το στάδιο της απόσταξης και πριν από τον καθαρισμό του, με τον οποίο αφαιρούνται διάφορες ουσίες, γ) «θύλακας πετρελαίου» — φυσικός χώρος συσσώρευσης πετρελαίου, κάτω από την επιφάνεια της Γης
δ) «γεωλογία πετρελαίου» — κλάδος της οικονομικής γεωλογίας που ασχολείται με την έρευνα για πετρέλαιο, φυσικό αέριο και πετρελαϊκούς σχιστολίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. petroleum < πέτρα + έλαιον].