πετρόβλυστος

Greek (Liddell-Scott)

πετρόβλυστος: -ον, ὁ ἐκ πέτρας ἀναβλύζων, Cod. Par. CV.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αναβλύζει από την πέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + βλύζω «αναπηδώ, αναβλύζω»].