πιέτα

From LSJ

ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil

Source

Greek Monolingual

η, Ν
τεχνητή πτυχή σε ένα ένδυμα ή ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. pieta].