πλευρίτωμα

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

το, Ν πλευριτώνω
1. η πλευρίτιδα
2. κρυολόγημα, πούντιασμα.