πλευριαίος

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α πλευρά
αυτός που ανήκει στην πλευρά ή προέρχεται από αυτήν («πλευριαῖα κρέα», Πολυδ.).