πνευματογράφος

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

ὁ, ΑΜ
αυτός που γράφει εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + -γράφος].