πνευματοκίνητος

From LSJ

German (Pape)

[Seite 640] vom Winde, Geiste bewegt, erregt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πνευματοκίνητος: -ον, ὁ κινούμενος ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, Θ. Στουδ. σ. 241C, Κ. Μανασσ. Χρον. 4607, κλ. ― Ἐπίρρ. πνευματοκινήτως, Ἀνωνύμου Βίος Ἰω. Χρυσ. σ. 307, Θ. Στουδ. 315C, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που καθοδηγείται στις κινήσεις του από το Άγιο Πνεύμα («τῆς πνευματοκινήτου τῶν θεολόγων δυνάμεως», Δίον. Αρεοπ.). Επιρρ. πνευματοκινήτως, ΜΑ
κατά τρόπο πνευματοκίνητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + κινητός (< κινοῦμαι)].