ποικιλανδρία

Greek Monolingual

η, Ν
βιολ. χαρακτηριστικό τών ζωικών ειδών στα οποία τα αρσενικά άτομα, σε αντίθεση προς τα θηλυκά, εμφανίζουν διαφορετικές μορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. poikilandrie (< ποικίλος + ἀνήρ, ἀνδρός)].