ποικιλόρραχος

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ποικιλόχρωμη ράχη, ποικιλόνωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -ρραχος (< ῥάχις)].