πολιτικολόγος

From LSJ

Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt

Menander, Monostichoi, 170

Greek Monolingual

ο, η, Ν
αυτός που πολιτικολογεί, που συζητά διαρκώς για πολιτικά ζητήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικός + -λόγος. Η λ., στον πληθ. πολιτικολόγοι μαρτυρείται από το 1851 στον Σ. Α. Κουμανούδη].