πολυθρέμμων
English (LSJ)
πολυθρέμμον, gen. ονος, feeding many, epithet of the Nile, A.Pers.33 (anap.); Νύμφαι Orph.H.51.13.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
nourricier.
Étymologie: πολύς, τρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυθρέμμων -ον, gen. -ονος [πολύς, τρέφω] velen voedend.
Russian (Dvoretsky)
πολυθρέμμων: 2, gen. ονος питающий многих или плодоносный (Νεῖλος Aesch.).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που τρέφει πολλούς («ἄλλους δ' ὁ μέγας καὶ πολυθρέμμων Νεῖλος ἔπεμψεν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θρεμμων (< θ. θρεπ- του ἔθρεψα, αόρ. του τρέφω), πρβλ. βιοθρέμμων].
Greek Monotonic
πολυθρέμμων: -ον (τρέφω), αυτός που τρέφει πολλούς, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυθρέμμων: -ον, ὁ τρέφων πολλούς, ἐπίθ. τοῦ Νείλου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 33· Νύμφαι Ὀρφ. Ὕμν. 50. 12· πρβλ. βιοθρέμμων, πελειοθρέμων. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 155.