πολυμερές

From LSJ

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source

Greek Monolingual

το, Ν
συν. στον πληθ. τα πολυμερή
χημ. βλ. πολυμερής.