πορνογέννητος

English (LSJ)

ον, born of a harlot, Hsch.s.v. νοθογέννητα.

German (Pape)

[Seite 684] von einer Hure geboren, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πορνογέννητος: -ον, ὁ ἀπὸ πόρνης γεννηθείς, Μαλαλ. σ. 178, 19, Ἡσύχ. ἐν λ. νοθογέννητα.

Greek Monolingual

-η, -ο / πορνογέννητος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που γεννήθηκε από πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + -γέννητος (< γεννῶ), πρβλ. νοθογέννητος].