πορογαμία

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. η χαλαζογαμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. porogamy (< πόρος + γάμος)].