πορφυρίνη
From LSJ
Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant
Greek Monolingual
η, Ν
1. συν. στον πληθ. οι πορφυρίνες
(βιοχ.) υδατοδιαλυτές αζωτούχες βιολογικές χρωστικές, ή βιοχρώματα, τα παράγωγα τών οποίων περιλαμβάνουν τις αιμοπρωτεΐνες, τις αιμοσφαιρίνες, τα κυτοχρώματα και την καταλάση και οι οποίες, ανάλογα με την υποκατάσταση τών ριζών του πυρρολικού δακτυλίου διακρίνονται σε αιτιοπορφυρίνες, ουροπορφυρίνες, και κοπροπορφυρίνες.