ποταμοπλαγκτόν

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

το, Ν
βιολ.
το πλαγκτόν τών ποταμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. potamoplankton (< ποταμός + πλαγκτόν)].