ποτηριοκλέπτης
English (LSJ)
ποτηριοκλέπτου, ὁ, cup-stealer, title of poem by Euphorio.
German (Pape)
[Seite 689] ὁ, Becherdieb; so hat St. B. v. Ἀλύβη für das Vorige.
Greek (Liddell-Scott)
ποτηριοκλέπτης: -ου, ὁ, ὁ κλέπτων ποτήρια, ὄνομα ποιήματος τοῦ Εὐφορίωνος. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 435.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. ο κλέφτης ποτηριών
2. ως κύριο όν. Ποτηριοκλέπτης
τίτλος ποιήματος του Ευφορίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτήριον + κλέπτης.