ποτιμαξάμενος

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Russian (Dvoretsky)

ποτῐμαξάμενος: Theocr. part. aor. med. к προσμάσσω.