προαίσθηση
From LSJ
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
Greek Monolingual
η / προαίσθησις, -ήσεως, ΝΑ προαισθάνομαι
η ενέργεια του προαισθάνομαι, το να αισθάνεται κανείς από πριν κάτι το οποίο πρόκειται να συμβεί στο μέλλον.