προαδαμιαίος

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
αυτός που υπήρξε πριν από τον Αδάμ, παλαιότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + Αδάμ + κατάλ. -ιαίος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Π. Σούτσο].