[Seite 707] vorher aufducken, Sp.
προανακύπτω: ἀνακύπτω πρότερον, Στέφ. Ἀλ. ἐν Ideleri Phys. τ. 2. σ. 229, 8.
ΝΑ ἀνακύπτωνεοελλ.(για δυσχέρειες) προβάλλω ξαφνικά πάλι ενώ είχα εκλείψειαρχ.ανορθώνομαι από πριν.