προανακύπτω
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
[Seite 707] vorher aufducken, Sp.
προανακύπτω: ἀνακύπτω πρότερον, Στέφ. Ἀλ. ἐν Ideleri Phys. τ. 2. σ. 229, 8.
ΝΑ ἀνακύπτω
νεοελλ.
(για δυσχέρειες) προβάλλω ξαφνικά πάλι ενώ είχα εκλείψει
αρχ.
ανορθώνομαι από πριν.