προαποθεσπίζω
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
Greek (Liddell-Scott)
προαποθεσπίζω: ἀποθεσπίζω πρότερον, Φώτ. ἐν Mai. Coll. Vat. 1. 200.
Greek Monolingual
Μ
προμαντεύω, προφητεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀποθεσπίζω «χρησμοδοτώ»].