προαποθεσπίζω

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek (Liddell-Scott)

προαποθεσπίζω: ἀποθεσπίζω πρότερον, Φώτ. ἐν Mai. Coll. Vat. 1. 200.

Greek Monolingual

Μ
προμαντεύω, προφητεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀποθεσπίζω «χρησμοδοτώ»].