προμαντεύω

From LSJ

Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting

Source

French (Bailly abrégé)

d'ord. προμαντεύομαι;
annoncer d'avance, prédire, acc..
Étymologie: πρό, μαντεύω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. μαντεύω τα μέλλοντα να συμβούν, προφητεύω
νεοελλ.
προαισθάνομαι
αρχ.
μέσ. προμαντεύομαι
α) προμαντεύω
β) προβλέπω («εὐθὺς οἱ ἄνθρωποι τὸν ὄλεθρον τῷ Δρούσῳ ἐξ αὐτοῦ τούτου προεμαντεύσαντο», Ευρ.)
γ) συμβουλεύομαι το μαντείο προηγουμένως.

Russian (Dvoretsky)

προμαντεύω: предсказывать, прорицать (Plut.; med.: τινι Her.; τὰ θεῖα Eur.; τὰ μέλλοντα Arst., Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προμαντεύω [πρόμαντις] voorspellen, met acc., met AcI, met ὡς; meestal med.