προενίσταμαι

English (LSJ)

Med., object beforehand, Arist. SE174b30.

German (Pape)

[Seite 720] vorher einwerfen; Arist. soph. el. 15, 8; προενστατέον, ib. 17.

Russian (Dvoretsky)

προενίσταμαι: заранее выставлять: π. καὶ προαγορεύειν Arst. упреждать (возражения противника) словесными доводами.

Greek (Liddell-Scott)

προενίσταμαι: μέσ., ἐνίσταμαι, ἀντιλέγω πρότερον, Ἀριστ. π. Σοφιστ, Ἐλέγχ. 15. 8· οὕτω ῥηματ. ἐπίθετ. προενστατέον, αὐτόθι, 17, 19.

Greek Monolingual

Α ἐνίσταμαι
προβάλλω ένσταση προηγουμένως.