προικοθήρας

From LSJ

πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβριςpride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που επιζητεί να πάρει με γάμο μεγάλη προίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίκα + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο-θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 σε άγνωστο ποιητή].