προπαίδευση

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

Greek Monolingual

η / προπαίδευσις, -εύσεως, ΝΜΑ
προπαιδεύω
η προπαρασκευαστική παίδευση, η προπαιδεία.