προσδιαπράσσομαι
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
Russian (Dvoretsky)
προσδιαπράσσομαι: атт. προσδιαπράττομαι сверх того добиваться, достигать: προσδιαπράσσεσθαί τί τινι παρὰ Κύρου Xen. исходатайствовать что-л. для кого-л. у Кира.