προσδιαπράσσομαι

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492

Russian (Dvoretsky)

προσδιαπράσσομαι: атт. προσδιαπράττομαι сверх того добиваться, достигать: προσδιαπράσσεσθαί τί τινι παρὰ Κύρου Xen. исходатайствовать что-л. для кого-л. у Кира.