προσκέφαλα

From LSJ

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source

Greek Monolingual

Μ
επίρρ. κοντά στο κεφάλι («ἔκειτο δὲ προσκέφαλα τοῦ λειψάνου», Μαλάλ. Ι.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κεφαλή + επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. κατα-κέφαλ-α)].