προσκύνηση

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source

Greek Monolingual

η / προσκύνησις, -ήσεως, ΝΜΑ προσκυνῶ
1. η ενέργεια του προσκυνώ, η εκδήλωση ευλαβούς λατρείας και τιμής, ιδίως προς το θείο («η προσκύνηση τών Μάγων»)
2. εκδήλωση πιστής υποταγής σε πρόσωπο («τοὺς Ἕλληνας τοὺς ἐλευθερωτάτους προσαναγκάσεις ἐς τὴν προσκύνησιν», Αρρ.)
νεοελλ.
γονυκλισία μπροστά σε εικόνες ή σε λείψανα αγίων και ασπασμός τους
νεοελλ.-μσν.
ευλαβής χαιρετισμός, ιδίως με υπόκλιση σε ηγεμόνα, και, γενικότερα, σε υψηλό ή σεβαστό πρόσωπο
αρχ.
1. απόδοση τιμής σε κάποιον
2. (ιδίως σε επιστολή) τιμητικός χαιρετισμόςπροσκύνησις καὶ ἀσπασμός», πάπ.).